- ἴτεαι
- ἰτέαwillowfem nom/voc pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰτέαι — ἰτέα willow fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέα willow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέον ibo one must go fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέον ibo one must go fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτέᾳ — ἰτέαι , ἰτέα willow fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέα willow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰτέαι , ἰτέον ibo one must go fem nom/voc pl ἰτέᾱͅ , ἰτέον ibo one must go fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωλεσίκαρπος — και ὀλεσίκαρπος, ον, Α (επικ. τ.) 1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. άγονος 3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης… … Dictionary of Greek